Çağdaş Yunanca/Kelime bilgisi

Türkçe-Yunanca

değiştir
  • -a kadar: (έ)ως
  • acaba: μήπως
  • acele: επείγων -ουσα -ον
  • acele etmek: βιάζομαι
  • acı: πικρός -ή -ό
  • açık: ανοιχτός -ή -ό
  • ad: όνομα (το)
  • ada: νησί (το)
  • adam: άνθρωπος (ο), άντρας/άνδρας (ο)
  • akademi: ακαδημία (η)
  • aktör: ηθοποιός (ο)
  • aktris: ηθοποιός (η)
  • alfabe: αλφάβητο (το)
  • alışveriş: ψώνια (τα)
  • alışveriş yapmak: κάνω ψώνια, ψωνίζω
  • alkol: αλκοόλ (το)
  • altı: έξι
  • altmış: εξήντα
  • am: μουνί (το)
  • amcık: μουνάκι (το)
  • Amerika: Αμερική (η)
  • anadil: μητρική γλώσσα (η)
  • anahtar: κλειδί (το)
  • ancak: όμως
  • androloji: ανδρολογία (η)
  • anlamak: καταλαβαίνω
  • anne: μητέρα (η), μαμά (η)
  • antik: αρχαίος -α -ο
  • antropolog: ανθρωπολόγος (ο)
  • antropoloji: ανθρωπολογία (η)
  • araba: αυτοκίνητο (το)
  • arama: τηλεφώνημα (το)
  • aramak: ψάχνω
  • arkeolog: αρχαιολόγος (ο)
  • arkeoloji: αρχαιολογία (η)
  • armut: αχλάδι (το)
  • asansör: ασανσέρ (το), ανελκυστήρας (ο)
  • asla: ποτέ
  • at: άλογο (το)
  • ateş: φωτιά (η)
  • Avrupa: Ευρώπη (η)
  • Avrupa Birliği: Ευρωπαϊκή Ένωση (η)
  • Avrupaî: ευρωπαϊκός -ή -ό
  • ay: μήνας (ο) (yılın ayı), σελήνη (η) (uydu), φεγγάρι (το) (uydu)
  • ayak: πόδι (το)
  • ayı: αρκούδα (η)
  • baba: πατέρας (ο)
  • bacak: πόδι (το)
  • bahçe: κήπος (ο)
  • balık: ψάρι (το)
  • balıkçı: ψαράς (ο)
  • bardak: ποτήρι (το)
  • bıçak: μαχαίρι (το)
  • bıyık: μουστάκι (το)
  • bibliyografi: βιβλιογραφία (η)
  • bilet: εισιτήριο (το)
  • bilmek: ξέρω
  • bir: ένας, μία, ένα
  • bir şey: κάτι
  • birisi: κάποιος -α -ο
  • bisiklet: ποδήλατο (το)
  • biyoloji: βιολογία (η)
  • biyolojik: βιολογικός -ή -ό
  • bulunmak: βρίσκομαι
  • buzdolabı: ψυγείο (το)
  • bürokrasi: γραφειοκρατία (η)
  • cacık: τζατζίκι (το)
  • cami: τζαμί (το)
  • ceket: σακάκι (το), μπουφάν (το)
  • cep: τσέπη (η)
  • cep telefonu: κινητό τηλέφωνο (το), κινητό (το)
  • coğrafya: γεωγραφία (η)
  • çakmak: αναπτήρας (ο)
  • çalışma masası: γραφείο (το)
  • çatal: πηρούνι (το)
  • çay: τσάι (το)
  • Çin: Κίνα (η)
  • çözmek: λύνω, επιλύω
  • çünkü: γιατί, επειδή, διότι
  • dağ: βουνό (το)
  • daha: πιο
  • defter: τετράδιο (το)
  • demokrasi: δημοκρατία (η)
  • deniz: θάλασσα (η)
  • derece: βαθμός (ο)
  • dev: γιγάντιος -α -ο
  • diş: δόντι (το)
  • diş ağrısı: οδοντόπονος (ο)
  • diş fırçası: οδοντόβουρτσα (η)
  • diş hekimi: οδοντίατρος (ο)
  • diş macunu: οδοντόπαστα (η)
  • doğa: φύση (η)
  • domuz: χοίρος (ο)
  • domuz eti: χοιρινό (το)
  • dondurma: παγωτό (το)
  • drama: δράμα (το)
  • duş: ντους (το)
  • düşünmek: νομίζω
  • -e kadar: (έ)ως
  • edebi: λογοτεχνικός -ή -ό
  • edebiyat: λογοτεχνία (η)
  • eğlence: διασκέδαση (η)
  • ekmek: ψωμί (το)
  • el: χέρι (το)
  • elli: πενήντα
  • elma: μήλο (το)
  • elmas: διαμάντι (το)
  • epitet: επίθετο (το)
  • eski: παλιός -ά -ό
  • eşek: γάϊδαρος (ο)
  • et: κρέας (το)
  • Etiyopya: Αιθιοπία (η)
  • etrafında: γύρω από
  • ev: σπίτι (το)
  • evlilik: γάμος (ο)
  • fakülte: σχολή (η)
  • Fas: Μαρόκο (το)
  • fikir: ιδέα (η)
  • fizik: φυσική (η)
  • fizikçi: φυσικός (ο)
  • fiziksel: φυσικός -ή -ό
  • gemi: πλοίο (το), καράβι (το)
  • gömlek: πουκάμισο (το)
  • görmek: βλέπω
  • görünmek: φαίνομαι
  • görüş: άποψη (η); όραση (η)
  • göz: μάτι (το)
  • güç: δύναμη (η)
  • güneş: ήλιος (ο)
  • hasta: άρρωστος -η -ο, ασθενής (ο)
  • hayalet: φάντασμα (το)
  • hayat: ζωή (η)
  • hayvan: ζώο (το)
  • hesap makinesi: αριθμομηχανή (η)
  • heves: ζήλος (ο)
  • Hırvatistan: Κροατία (η)
  • hız: ταχύτητα (η)
  • hiçbir şey: τίποτα
  • hidroliz: υδρόλυση (η)
  • hidrolize etmek: υδρολύω
  • hikâye: ιστορία (η)
  • Irak: Ιράκ (το)
  • ıslak: υγρός -ή -ό
  • içmek: πίνω
  • iki: δύο
  • İncil: Βίβλος (η)
  • inek: αγελάδα (η)
  • insan: άνθρωπος (ο)
  • İran: Ιράν (το)
  • isim: όνομα (το)
  • istemek: θέλω
  • iyi: καλός -ή -ό
  • Japonya: Ιαπωνία (η)
  • jinekolog: γυναικολόγος (ο)
  • jinekoloji: γυναικολογία (η)
  • kadar: ως, έως
  • kadın: γυναίκα (η)
  • kadife: βελούδο (το)
  • Kahire: Κάιρο (το)
  • kahvaltı: πρωινό (το)
  • kahve: καφές (ο)
  • kahverengi: καστανός -ή -ό
  • kahverengi saç: καστανά μαλλιά (τα)
  • kakao: κακάο (το)
  • kalp: καρδιά (η)
  • kapı: πόρτα (η)
  • kara: μαύρος -η -ο
  • karın: στομάχι (το)
  • karın ağrısı: στομαχόπονος (ο)
  • karpuz: καρπούζι (το)
  • kart: κάρτα (η)
  • kaşık: κουτάλι (το)
  • kat: πάτωμα (το)
  • Katar: Κατάρ (το)
  • kedi: γάτα (η)
  • kedicik: ψιψίνα (η)
  • kelebek: πεταλούδα (η)
  • kesmek: κόβω
  • kırmızı: κόκκινος -η -ο
  • kız: κόρη (η), κορίτσι (το), κοπέλα (η)
  • kilise: εκκλησία (η)
  • kim: ποιος -α -ο
  • kimin: ποιανού -ής -ού, τίνος
  • kimya: χημεία (η)
  • kimyasal: χημικός -ή -ό
  • kimyasal tepkime: χημική αντίδραση (η)
  • kitap: βιβλίο (το)
  • koyun: πρόβατο (το)
  • köfte: κεφτές (ο)
  • köpek: σκύλος (ο)
  • kör: τυφλός -ή -ό
  • kuş: πουλί (το)
  • lakap: ψευδώνυμο (το)
  • lamba: λάμπα (η)
  • lokanta: εστιατόριο (το)
  • makas: ψαλίδι (το)
  • masa: τραπέζι (το)
  • matematik: μαθηματικά (τα)
  • mavi: μπλε
  • mektup: γράμμα (το)
  • merdiven: σκάλα (η)
  • mizojini: μισογυνία (η)
  • nasıl: πώς
  • ne: τι
  • ne zaman: πότε
  • neden: λόγος (ο), γιατί (soru)
  • nehir: ποτάμι (το)
  • nerede: πού
  • niçin: γιατί
  • niye: γιατί
  • o: αυτός -ή -ό
  • o hâlde: λοιπόν
  • ofis: γραφείο (το)
  • okul: σχολείο (το)
  • omuz: ώμος (ο)
  • osurmak: κλάνω
  • öksürmek: βήχω
  • öksürük: βήχας (ο)
  • ölü: νεκρός -ή -ό
  • ölüm: θάνατος (ο)
  • para: χρήματα (τα), λεφτά (τα)
  • parmak: δάχτυλο (το)
  • pasaport: διαβατήριο (το)
  • pedagog: παιδαγωγός (ο)
  • pedagoji: παιδαγωγία (η)
  • pediatrik: παιδιατρικός -ή -ό
  • pencere: παράθυρο (το)
  • peynir: τυρί (το)
  • psikoloji: ψυχολογία (η)
  • randevu: ραντεβού (το)
  • renk: χρώμα (το)
  • resim: εικόνα (η)
  • resim yapmak: ζωγραφίζω
  • restoran: εστιατόριο (το)
  • revani: ραβανί (το)
  • rüya: όνειρο (το)
  • sabah: πρωί (το)
  • saç: μαλλιά (τα)
  • sakal: γένια (τα)
  • sarı: κίτρινος -η -ο
  • sarı saç: ξανθά μαλλιά (τα)
  • sıcak: ζεστός -ή -ό; ζέστη (η)
  • sıcaklık: θερμοκρασία (η)
  • sıçmak: χέζω
  • sindirim: πέψη (η)
  • sinema: κινηματογράφος (ο); σινεμά (το)
  • sinemaya gitmek: πάω σινεμά
  • siyah: μαύρος -η -ο
  • siyah saç: μαύρα μαλλιά (τα)
  • soyad: επώνυμο (το)
  • su: νερό (το)
  • süt: γάλα (το)
  • şapka: καπέλο (το)
  • şarkı: τραγούδι (το)
  • şart: προϋπόθεση (η)
  • şemsiye: ομπρέλα (η)
  • şişe: μπουκάλι (το)
  • tabak: πιάτο (το)
  • taş: λίθος (ο), πέτρα (η)
  • tavan: ταβάνι (το)
  • tavuk: κότα (η)
  • tavuk eti: κοτόπουλο (το)
  • tehlike: κίνδυνος (ο)
  • telefon: τηλέφωνο (το)
  • televizyon: τηλεόραση (η)
  • tepsi: δίσκος (ο)
  • tutulma: έκλειψη (η)
  • Türk-İslam: τουρκοϊσλαμικός -ή -ό
  • Türk kahvesi: τουρκικός καφές (ο)
  • uzo: ούζο (το)
  • uzun: μακρύς -ιά -ύ
  • uzun boylu: ψηλός -ή -ό
  • üç: τρία, τρεις
  • üçgen: τρίγωνο (το)
  • ülke: χώρα (η)
  • üzüm: σταφύλι (το)
  • vadi: κοιλάδα (η)
  • yalan: ψέμα (το)
  • yalan söylemek: ψεύδομαι
  • yaşam: ζωή (η)
  • yaşamak: ζω
  • yaşlanmış: ηλικιωμένος -η -ο
  • yatak: κρεβάτι (το)
  • yazmak: γράφω
  • yedi: επτά, εφτά
  • yemek: φαγητό (το) (isim), τρώω (fiil)
  • yeşil: πράσινος -η -ο
  • yıl: έτος (το), χρόνος (ο)
  • yılan: φίδι (το)
  • yoğurt: γιαούρτι (το)
  • Yunan: Έλληνας (ο) (erkek), Ελληνίδα (η) (bayan), ελληνικός -ή -ό (şey)
  • Yunanistan: Ελλάδα (η)
  • yüksek: ψηλός -ή -ό
  • zaman: χρόνος (ο)
  • zooloji: ζωολογία (η)
  • zoolojik: ζωολογικός -ή -ό

Yunanca-Türkçe

değiştir
  • αγάπη, η aşk, sevgi
  • αμαρτία, η günah
  • Αμερική, η Amerika
  • αναπτήρας, ο çakmak
  • αρτοπωλείο, το ekmek dükkânı, fırın

Γάτα η kedi

  • διαβατήριο, το pasaport
  • δώρο, το hediye
  • εισιτήριο, το bilet
  • εστιατόριο, το restoran, lokanta
  • ευρωπαϊκός -ή -ό Avrupaî; Ευρωπαϊκή Ένωση, η Avrupa Birliği
  • Ευρώπη, η Avrupa
  • έως -a/-e kadar
  • ζέστη, η sıcak
  • ήλιος, ο güneş
  • θερμοκρασία, η sıcaklık
  • ιστορία, η hikâye
  • κατεβαίνω inmek
  • κόβω kesmek
  • λοιπόν o hâlde
  • μήπως acaba
  • νομίζω düşünmek
  • ξέρω bilmek
  • όμως ancak
  • παίρνω almak
  • ραβανί, το revani
  • τελικά sonunda
  • φούρνος, ο fırın
  • χρήματα, τα para
  • χρώμα, το renk
  • χώρα, η ülke
  • ψαλίδι, το makas
  • ψαράς, ο balıkçı
  • ψάρι, το balık
  • ψέμα, το yalan
  • ψιψίνα, η kedicik
  • ψωμί, το ekmek
  • ψώνια, τα alışveriş
  • ώμος, ο omuz
  • ως -a/-e kadar